- χειροκρότημα
- applaudissement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χειροκρότημα — το, Ν το ρυθμικό, συνήθως, χτύπημα τών χεριών με ανοιχτές παλάμες, σε ένδειξη επιδοκιμασίας (α. «τόν υποδέχθηκαν με ζωηρά χειροκροτήματα» β. «το χειροκρότημα στο τέλος τής παράστασης ήταν σύντομο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροκροτώ. Η λ., στον πληθ.… … Dictionary of Greek
χειροκρότημα — το, ατος η κρούση της μίας παλάμης με την άλλη, η επιδοκιμασία με τη χειροκρότηση: Tον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
Папазоглу, Никос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Папазоглу. Никос Папазоглу … Википедия
ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα … Dictionary of Greek
κροτάλισμα — και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) [κροταλίζω] 1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος 2. χειροκρότημα, επικρότηση νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα … Dictionary of Greek
κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… … Dictionary of Greek
παρακρότημα — τὸ, Α [παρακροτώ] χειροκρότημα, επιδοκιμασία … Dictionary of Greek
χειροκρότηση — η, Ν το χειροκρότημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροκροτώ. Η λ., στον πληθ. χειροκροτήσεις, μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
Μαμούλιαν, Ρούμπεν — (Ruben Mamoulian, Τιφλίδα, Γεωργία 1897 – Λος Άντζελες 1987). Αμερικανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ήταν αρμενικής καταγωγής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θέατρο στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας με τον Γ.… … Dictionary of Greek
γαλαρία — η (λ. ιταλ.) 1. υπόγεια στοά ορυχείου: Μετά την έκρηξη πολλοί ανθρακωρύχοι παγιδεύτηκαν στη γαλαρία. 2. οι τελευταίες σειρές του θεάτρου, του κινηματογράφου κτλ. 3. (συνεκδοχ.) οι θεατές που παρακολουθούν μια παράσταση από τις τελευταίες σειρές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)